- παραγωγά
- παραγωγά̱ , παραγωγήleading byfem nom/voc/acc dualπαραγωγά̱ , παραγωγήleading byfem nom/voc sg (doric aeolic)παραγωγόςmisleadingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακυλικές ενώσεις — Παράγωγα των καρβονικών οξέων (RCOOH), όπου κατά την αντικατάσταση το ακύλιο μένει αναλλοίωτο. Προέρχονται από τα οξέα με αντικατάσταση του υδρογόνου του υδροξυλίου ή ολόκληρου του υδροξυλίου, π.χ. ακυλαλογονίδια RCΟx (Χ = αλογόνο), εστέρες… … Dictionary of Greek
δεοξυσάκχαρα — Παράγωγα των σακχάρων, που περιέχουν την ομάδα –CH2–, αντί για την ομάδα –CH(OH)– στο μόριό τους, συνήθως στο δεύτερο άτομο άνθρακα, δηλαδή σε αυτό που βρίσκεται κοντά στην αλδεϋδική ομάδα. Τα δ. έχουν βρεθεί σε φυτικά προϊόντα και ορισμένα από… … Dictionary of Greek
λευκωματόζες — Παράγωγα των πρωτεϊνών τα οποία σχηματίζονται με ατελή υδρόλυση μιας πρωτεΐνης κατά την πέψη από το γαστρικό και το παγκρεατικό υγρό. Είναι ενώσεις διαλυτές στο νερό, δεν μετουσιώνονται με θέρμανση και καταβυθίζονται αν κορεστεί το διάλυμά τους… … Dictionary of Greek
σουλφοναμίδες — Παράγωγα της σουλφανιλαμίδης που έχουν αντιμικροβιακές ιδιότητες. Η δομή της σ. είναι σχετικά απλή, αποτελούμενη από ένα βενζοϊκό πυρήνα, μια σουλφοναμιδική ομάδα ( SO2NH2) και σε θέση πάρα μια αμινική ομάδα ( NH2) το μεγαλύτερο μέρος των σ.… … Dictionary of Greek
παραγωγάς — παραγωγά̱ς , παραγωγή leading by fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek